καταπαννυχίζω

καταπαννυχίζω
καταπαννυχίζω (Α)
1. αναγκάζω κάποιον να περάσει όλη τη νύχτα άγρυπνος
2. μέσ. καταπαννυχίζομαι
περνώ τη νύχτα ξάγρυπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + παννυχίζω «γιορτάζω άγρυπνος όλη τη νύχτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπαννυχιζόμενος — καταπαννυχίζω pass the night in revelry pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαννυχίζειν — καταπαννυχίζω pass the night in revelry pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαννυχίζεσθαι — καταπαννυχίζω pass the night in revelry pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαννυχίσασαι — καταπαννυχίσᾱσαι , καταπαννυχίζω pass the night in revelry aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”